ΚΙΝΑ
Ελλάδα: Σε φιλικούς όρους με την Κίνα, αλλά όχι μαγεμένη
Μυστική γοητεία: Η απόκρυφη επιρροή της Κίνας στη Νοτιοανατολική Ευρώπη
Το policy paper, με θέμα την κρυφή επιρροή της Κίνας σε χώρες της νοτιοανατολικής Ευρώπης, παρήχθη από ένα δίκτυο τοπικών εμπειρογνωμόνων από τη Νοτιοανατολική Ευρώπη (SEE), και στοχεύει στον εντοπισμό μοτίβων απήχησης της Κίνας στην περιοχή.
Η έρευνα επικεντρώνεται σε μοτίβα οικονομικής συνεργασίας, πολιτικούς και πολιτιστικούς δεσμούς, καθώς και στα πρότυπα διακυβέρνησης.
Πρόκειται για μια προσπάθεια να ερευνηθεί η φύση της έλξης ή της «μυστικής γοητείας» που ασκεί η Κίνα στη Νοτιοανατολική Ευρώπη και τους λόγους πίσω από αυτήν.
Το policy paper περιλαμβάνει κεφάλαια για την Αλβανία, τη Βοσνία, τη Βουλγαρία, την Ελλάδα, τη Βόρεια Μακεδονία, τη Ρουμανία, τη Σερβία, και τη Σλοβενία.
1.1. Ο περιορισμένος ρόλος της Κίνας στην οικονομική ανάκαμψη της Ελλάδας
Στη διάρκεια μιας πολύ δύσκολης δεκαετίας, με εκκίνηση το 2010, που σημαδεύτηκε από μια βαθιά κοινωνικοοικονομική κρίση και πολιτική αναταραχή, η Ελλάδα βρισκόταν στην ανάγκη προσέλκυσης ενός σημαντικού ύψους ξένων επενδύσεων. Κατά την περίοδο 2011 -2021, η Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας μαζί με το Χονγκ Κονγκ φάνταζαν ως η έκτη σημαντικότερη πηγή επενδυτικού κεφαλαίου στη χώρα. Αυτό αφορά κυρίως δύο κινεζικά έργα άμεσων ξένων επενδύσεων (ΑΞΕ), το λιμάνι του Πειραιά και το εθνικό δίκτυο ηλεκτρικής ενέργειας.
Την ίδια στιγμή, μια σειρά κινεζικών κρατικών επιχειρήσεων (Κ.Ε.Ε.) έχουν χάσει δημόσιους διαγωνισμούς ή έχουν απορριφθεί στους τομείς των μεταφορών, της ενέργειας και των τηλεπικοινωνιών (συμπεριλαμβανομένου του 5G), κυρίως υπό την πίεση της Δύσης.
Τα τελευταία τρία χρόνια οι ΗΠΑ, οι ευρωπαϊκές χώρες, η Αυστραλία και οι χώρες του Κόλπου έχουν δραστηριοποιηθεί σημαντικά στη χώρα, ενώ η Κίνα έχει χάσει τη σχετική επιρροή της. Σε γενικές γραμμές, οι αρχικές προσδοκίες ότι η Κίνα θα έπαιζε πρωταγωνιστικό ρόλο στη βοήθεια ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας δεν έχουν πραγματοποιηθεί μέχρι σήμερα.
Όσον αφορά το εμπόριο, η Κίνα αποτελεί έναν σημαντικό εταίρο για την Ελλάδα. Το 2021, ήταν η τρίτη μεγαλύτερη πηγή εισαγωγών προς την Ελλάδα, αντιπροσωπεύοντας το 7,8% του συνόλου των εισαγωγών. Ωστόσο, το σινοελληνικό εμπόριο χαρακτηρίζεται από μια εμφανή ανισορροπία: η Κίνα κατέχει μόνο ένα μικρό μερίδιο των ελληνικών εξαγωγών, το οποίο κατά τη διάρκεια του πρώτου εξαμήνου του 2022, υποχώρησε στην 32η θέση από τη 16η (από έτος σε έτος). Αντιθέτως, ανάμεσα στους βασικούς προορισμούς για τις ελληνικές εξαγωγές κυριαρχούν τα κράτη μέλη της ΕΕ και οι ΗΠΑ.
Η ναυτιλία όντας μια τεράστια παγκόσμια βιομηχανία, αποτελεί σημαντικό τομέα οικονομικής συνεργασίας μεταξύ των δύο χωρών. Την ίδια στιγμή, οι ναυτιλιακές εταιρείες συνδέονται μόνο χαλαρά με το ελληνικό κράτος και ενεργούν σε μεγάλο βαθμό μη συγχρονισμένα με τις ελληνικές κυβερνήσεις.
Η Κίνα είναι σημαντικός πελάτης του ελληνικού εμπορικού στόλου, ο οποίος σύμφωνα με πληροφορίες βρίσκεται λίγο πίσω από το 50% σε εισαγωγές ενεργειακών πόρων, και πίσω από το 20% των εισαγωγών άλλων αγαθών στην Κίνα. Σημαντικό είναι να αναφερθεί, ότι η Ελλάδα κατέχει μεγάλο μερίδιο στο εμπόριο μεταξύ Ευρώπης και Κίνας: από τα τέλη του 2020, οι Έλληνες πλοιοκτήτες ήλεγχαν τουλάχιστον το 20,7% του παγκόσμιου στόλου και το 54,3% της συνολικής ευρωπαϊκής ικανότητας της Ένωσης.
Στη διάρκεια της δεκαετίας του 2010, η Ελλάδα εναπέθεσε σημαντικές ελπίδες στην οικονομική και πολιτική υποστήριξη από την Κίνα. Αυτό έγινε ιδιαίτερα ορατό μεταξύ του 2015 και 2019, όταν η χώρα βρισκόταν υπό τη διακυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ και των Ανεξάρτητων Ελλήνων. Η Κίνα θεωρήθηκε τότε, ως μια εναλλακτική λύση έναντι της Δύσης.
Αυτήν την περίοδο κάποιες κινήσεις καλής θέλησης από την πλευρά της Ελλάδας προς το Πεκίνο, που έστρεψαν το βλέμμα των ευρωπαίων προς αυτή τη σχέση: ανάμεσα σε αυτές, η υποστήριξη της Κίνας στη διαφωνία με τις Φιλιππίνες για τη Θάλασσα της Νότιας Κίνας (2016), η παρεμπόδιση απόφασης της ΕΕ για τα ανθρώπινα δικαιώματα στην Κίνα (2017), η προσχώρηση στην πρωτοβουλία Belt and Road (2018), η προσχώρηση στην πρωτοβουλία 16+1 (2019) και ούτω καθεξής.
4.2. Η εικόνα της Κίνας: επιδεινούμενη, αλλά γενικά θετική
Γενικά, οι Έλληνες δεν είναι αρνητικά διακείμενοι προς Κίνα, αλλά σίγουρα ούτε και μαγεύονται από αυτήν. Η εικόνα της Κίνας στην Ελλάδα αποτελείται από ένα κοκτέιλ τεσσάρων διαφορετικών, και ως ένα βαθμό αντικρουόμενων, αφηγήσεων: (i) η πεποίθηση ότι η Κίνα εξακολουθεί να είναι μια αναπτυσσόμενη χώρα με χαμηλό βιοτικό επίπεδο, παρά τα θεαματικά επιτεύγματα τις τελευταίες δεκαετίες· (ii) η αντίληψη ενός αυταρχικού καθεστώτος, που δεν σέβεται τα δικαιώματα των πολιτών της· (iii) μία κάπως «συναλλακτική» στάση με την ελπίδα ότι η Κίνα θα μπορούσε να υποστηρίξει την Ελλάδα έναντι της γειτονικής Τουρκίας (iv)· η ασαφής εικόνα ενός πολιτισμού τόσο ένδοξου όσο ο ελληνικός, έστω και αν ο μέσος Έλληνας πολίτης δεν γνωρίζει σχεδόν τίποτα για την Κινεζική ιστορία.
Η εικόνα της Κίνας στην Ελλάδα ήταν παραδοσιακά σημαντικά πιο θετική σε σύγκριση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Το 2013, περισσότεροι από τους μισούς Έλληνες που ερωτήθηκαν σχετικά, πίστευαν ότι η Κίνα ήταν υποχρεωμένη να αντικαταστήσει – ή είχε ήδη αντικαταστήσει– τις ΗΠΑ ως η κορυφαία παγκόσμια δύναμη (57%). Τον Δεκέμβριο του 2017 η Έρευνα του Ευρωβαρόμετρου έδειξε την Ελλάδα ως την σχετικά περισσότερο φιλική προς την Κίνα μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ, ακόμη αν και οι αρνητικές απόψεις υπερίσχυσαν έναντι των θετικών στη χώρα - 49% έναντι 45%, αντίστοιχα. Τέλος, μόλις στις αρχές του 2022, οι αντιλήψεις για την Κίνα στην Ελλάδα ήταν σχεδόν σταθερά ισότιμες με εκείνες για τις ΗΠΑ, σε πλήρη αντίθεση με αντίστοιχες στάσεις σε άλλες δυτικές χώρες.
Παρόλα αυτά, οι απόψεις για την Κίνα έχουν οξυνθεί εμφανώς στην Ελλάδα από το 2020. Οι Έλληνες πολίτες έχουν αρνητική άποψη για τον ρόλο της Κίνας σε ό,τι αφορά την προέλευση του κορωνοϊού και την παγκόσμια εξάπλωση της πανδημίας. Σε τοπική κλίμακα, υπήρξαν ενδείξεις δυσαρέσκειας στην ευρύτερη περιοχή του Πειραιά, όπου φιλοξενείται το εμβληματικό έργο της Κίνας, BRI. Οι εντάσεις έχουν ευρέως μεταδοθεί από τα ελληνικά μέσα ενημέρωσης. Στον αντίποδα, τα κινεζικά μέσα ενημέρωσης που ελέγχονται από το κράτος έχουν αποσιωπήσει εμφανώς αυτό το θέμα. Μετά από ένα θανατηφόρο ατύχημα στα τέλη του 2021, κύμα απεργιών διέκοψε τη λειτουργία του λιμανιού που ελέγχεται από την COSCO. Τέλος, υπάρχουν εύλογα ερωτήματα σχετικά με τη διάσπαση των κοινωνικοοικονομικών οφελών που προέρχονται από αυτή την επένδυση και υπάρχει αυξανόμενη συνειδητοποίηση στην Ελλάδα ότι η ισορροπία έχει μεγαλύτερη κλίση προς την κινεζική πλευρά.
4.3. Μη ελκυστική, μια συναλλακτική προσέγγιση Κίνα
Οι Έλληνες δεν έχουν ιδιαίτερα καλή άποψη για το πολιτικό σύστημα της Κίνας, το οποίο δεν χαρακτηρίζεται ως δημοκρατία στα μάτια τους. Στην πραγματικότητα, η Κίνα έχει σε μεγάλο βαθμό αρνητική εικόνα στην Ελλάδα, σε ό,τι αφορά το βιοτικό επίπεδό, τον τρόπο ζωής, την κοινωνική συνοχή, τη μορφή διακυβέρνησης, τα ανθρώπινα δικαιώματα κοκ. Αυτό καταγράφηκε δεόντως στις σχετικές έρευνες, ακόμη και σε μια εποχή που τα αντιδυτικά αισθήματα κορυφώθηκαν στην Ελλάδα. Οι στάσεις απέναντι στην Κίνα φαίνεται να είναι περισσότερο φιλικές στην αριστερή πλευρά του πολιτικού φάσματος, μεταξύ κομμάτων όπως ο ΣΥΡΙΖΑ, το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδος (ΚΚΕ) και το ΜέΡΑ 25 με επικεφαλής τον επιβλητικό πρώην Υπουργό Οικονομικών του ΣΥΡΙΖΑ Γιάνη Βαρουφάκη. Σε κάθε περίπτωση, ενώ πολλοί Έλληνες τείνουν να υποστηρίζουν την ιδέα ενός ισχυρού κράτους, κλίνουν μάλλον προς το Σκανδιναβικό μοντέλο κοινοβουλευτικής δημοκρατίας παρά στον μονοκομματικό κρατικό καπιταλισμό της Κίνας.
Ανεξάρτητα από την ιδεολογία και τις συναφείς αντιλήψεις, η συναλλακτική προσέγγιση συνεργασίας με την Κίνα είναι εμφανής στην περίπτωση παροχής των λεγόμενων “Golden Visas” από τις ελληνικές κυβερνήσεις. Η παρουσία Κινέζων αγοραστών ακινήτων στην Ελλάδα αναπτύχθηκε αλματωδώς μεταξύ των ετών 2014 και 2020. Οι Κινέζοι πολίτες που μπορούν να υποστηρίξουν οικονομικά τις αγορές αυτών των ακινήτων θεωρούνται “αγελάδες προς άρμεγμα” από τα ελληνικά μεσιτικά γραφεία: από τον Ιούνιο του 2021, οι Κινέζοι κάτοχοι Golden Visas αντιπροσωπεύουν ένα εκπληκτικό 72,4% του συνόλου, παρότι το μερίδιό τους έχει συρρικνωθεί τελευταία λόγω των ταξιδιωτικών περιορισμών εν μέσω της πανδημίας του COVID-19. Αναμφισβήτητα, αυτό το εμπόριο απεικονίζει τέλεια τη «γοητεία» της Κίνας στην Ελλάδα ως κάτι περισσότερο από μια απλή πηγή κεφαλαίου.
4.4. Μοτίβα προσέγγισης της Κίνας προς την Ελλάδα
Υπάρχουν τρία ευδιάκριτα πρότυπα των προσπαθειών της Κίνας να αυξήσει την επιρροή της στην Ελλάδα, που σχετίζονται με τους στρατηγικούς στόχους του Πεκίνου στη χώρα. Πρώτον, η Κίνα είναι πρόθυμη να αξιοποιήσει στο έπακρο τη γεωγραφική θέση της Ελλάδας στο πλαίσιο της πρωτοβουλίας «Μιας Ζώνης, ενός Δρόμου» (Belt and Road). Το μικρό θαύμα που οι Κινέζοι αξιωματούχοι και τα μέσα ενημέρωσης εκθειάζουν πάντα, η επένδυση της COSCO στο λιμάνι του Πειραιά, λειτουργεί ως φωτεινό παράδειγμα συνεργασίας «win-win», ακόμη και αν αυτό δεν επιβεβαιώνεται πλήρως από τα άμεσα διαθέσιμα στοιχεία. Δεύτερον, η «πολιτισμική διπλωματία» αποτελεί ένα εργαλείο ήπιας δύναμης της Κίνας στην εργαλειοθήκη της στην Ελλάδα. Στόχος του Πεκίνου είναι να έχει όσο το δυνατόν περισσότερο φιλικές σχέσεις με την Αθήνα για να βασίζεται σε αυτήν ως σύμμαχο στην Ε.Ε. Τρίτον, η Κίνα έχει πλήρη επίγνωση των ανησυχιών της Ελλάδας σχετικά με τη επιθετική γειτονική Τουρκία και το κεφαλαιοποιεί με το καθεστώς της ως μόνιμου μέλους του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ.
4.5. Συστάσεις πολιτικής
Τόσο η πολιτική ελίτ όσο και η κοινωνία στην Ελλάδα χρειάζεται να κατανοήσουν ότι η αντιληπτή πολιτιστική «αδελφότητα» με την Κίνα είναι χίμαιρα. Παρά την ευρέως διαδεδομένη πεποίθηση ότι οι δύο χώρες έχουν ένδοξους πολιτισμούς, έρευνες αποκαλύπτουν ότι η Κίνα θεωρείται απομακρυσμένη και πολιτισμικά διαφορετική ως έθνος, χωρίς ιδιαίτερους δεσμούς με την Ελλάδα.
Θα πρέπει να γίνει σαφές στην Ελλάδα ότι η πολιτιστική διπλωματία της Κίνας δεν είναι ακριβώς αθώα και μπορεί να κρύβει περισσότερα απ' όσα φαίνονται. Ο Σωκράτης και ο Κομφούκιος δεν σχετίζονται με κανέναν τρόπο με τον αριθμό των εμπορευματοκιβωτίων που μεταφέρονται από την COSCO μέσω του λιμανιού του Πειραιά ή την πολιτική υποστήριξη που παρείχε η Αθήνα στο Πεκίνο για εδαφικές διαφορές στην περιοχή του Ινδο-Ειρηνικού.
Η διαφάνεια των σινοελληνικών σχέσεων θα μπορούσε να ενισχυθεί ουσιαστικά. Για παράδειγμα, δεν υπάρχει κανένας επιτακτικός λόγος που το Μνημόνιο Συνεργασίας BRI που υπέγραψαν οι δύο χώρες τον Αύγουστο του 2018 πρέπει να παραμείνει απόρρητο, αλλά αντιθέτως πρέπει να δημοσιευθεί.
Η Ελλάδα χρειάζεται μια ολοκληρωμένη στρατηγική για την Κίνα, η οποία υπερβαίνει τη συναλλακτική οικονομική συνεργασία ή τους επιδεικτικούς πολιτιστικούς δεσμούς. Αντίθετα, με αφορμή αυτό και αντίστοιχα policy papers, θα πρέπει να ληφθούν υπόψη πιθανές ανησυχίες για τις πραγματικές επιδιώξεις και πιθανές υβριδικές απειλές από την Κίνα, όπως αυτές προσδιορίζονται από σημαντικό αριθμό άλλων δυτικών χωρών.
Το κεφάλαιο για την Ελλάδα, έχει επιμεληθεί ο Πλάμεν Τόντσεφ, ερευνητής και επικεφαλής για το κομμάτι της Ασίας, του Ινστιτούτου Διεθνών Οικονομικών Σχέσεων στην Αθήνα.